περιβολήσιος
Смотреть что такое "περιβολήσιος" в других словарях:
περιβολήσιος — ια, ιο, Ν βλ. περιβολαρήσιος … Dictionary of Greek
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek
κηπαίος — αία, ο (ΑΜ κηπαῑος, αία, ον) [κήπος] αυτός που ανήκει στον κήπο ή καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, κηπευτός, περιβολήσιος («κηπαῑοι σίκυες», Αριστοτ.) μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηπαία (ενν. θύρα) η πόρτα τού κήπου αρχ. 1. όμοιος με κήπο… … Dictionary of Greek